안녕하세요 여러분!
Ήρθε η ώρα για ένα νέο post της σειράς «Μοιάζουν αλλά διαφέρουν»!
Σήμερα θα μελετήσουμε μία ιδιαίτερη περίπτωση διαφοράς, η οποία είναι ιδιαίτερα σημαντική, ωστόσο μπερδεύει πολλούς μαθητές της κορεατικής.
Πάμε να ξεκινήσουμε!
Καταρχάς, ας ξεκινήσουμε με τους βασικούς ορισμούς:
잘: Υποδηλώνει ότι κάτι γίνεται καλά, επιδέξια, προσεκτικά κ.ο.κ.
못: Υποδηλώνει ότι κάτι γίνεται με λανθασμένο, κακό, άσχημο κ.ο.κ. τρόπο
Πάμε τώρα να δούμε αναλυτικά πώς συνδυάζονται τα 잘 και 못 με το ρήμα 하다:
잘하다 και 못하다 (Χωρίς κενό)
Όταν χρησιμοποιούνται χωρίς κενό ανάμεσα, τα 잘하다 και 못하다 δηλώνουν ότι είμαστε καλοί ή κακοί αντίστοιχα σε κάτι. Για παράδειγμα:
(α) 저는 영어를 잘해요. = Είμαι καλός στα αγγλικά (δηλαδή όχι απλώς έχω την ικανότητα/ξέρω να μιλάω στα αγγλικά, αλλά είμαι και καλός σε αυτό).
(β) 저는 영어를 못해요. = Δεν είμαι καλός στα αγγλικά (δηλαδή έχω την ικανότητα/ξέρω να μιλάω στα αγγλικά, αλλά όχι σε καλό επίπεδο).
Σε αυτή την περίπτωση, το 못하다 έχει την ακριβώς αντίθετη σημασία από το 잘하다.
잘 하다 και 못 하다 (Με κενό)
Όταν χρησιμοποιούνται με κενό ανάμεσα, τα 잘 하다 και 못 하다 δηλώνουν ότι κάνουμε κάτι καλά (σωστά, χωρίς προβλήματα) ή ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι αντίστοιχα σε κάποια μεμονωμένη περίσταση. Για παράδειγμα:
(α) 저는 어젯밤에 노래를 잘 했어요. = Τραγούδησα καλά χθες το βράδυ (αυτό δεν σημαίνει ότι είμαι γενικά καλός στο τραγούδι, αλλά ότι απλώς χθες το βράδυ το έκανα καλά).
(β) 감기에 걸려서 노래를 못 해요. = Επειδή έπαθα κρυολόγημα, δεν μπορώ να τραγουδήσω (αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχω γενικά την ικανότητα να τραγουδάω, αλλά απλώς ότι την συγκεκριμένη περίοδο δεν μπορώ να το κάνω λόγω του κρυολογήματος).
Πάμε λοιπόν τώρα να δούμε τα δύο παραπάνω ζευγάρια συγκριτικά για να γίνει σαφής η διαφορά:
잘하다 και 잘 하다 vs 못하다 και 못 하다
Ας δούμε λοιπόν το πρώτο μας ζευγάρι:
(α) 제 친구는 요리를 잘해요. = Ο φίλος μου είναι καλός στο να μαγειρεύει (ξέρει δηλαδή να μαγειρεύει και μάλιστα είναι και καλός σε αυτό).
(β) 제 친구는 요리를 잘 해요. = (Αυτή την περίοδο) Ο φίλος μου μπορεί να μαγειρέψει καλά (ίσως για παράδειγμα μαγειρεύει μαζί με κάποιον που ξέρει και τον βοηθάει).
Σε αυτή την περίπτωση, συνήθως οι προτάσεις διατυπώνονται στον αόριστο και χρησιμοποιούνται για να επιβραβεύσουμε κάποιον για κάτι που έκανε καλά. Για παράδειγμα:
요리를 잘 했어요! = Μαγείρεψες πολύ καλά! (Μπορούμε λ.χ. να το απευθύνουμε σε έναν φίλο μας που μαγείρεψε, αφού δοκιμάσαμε το φαγητό που έφτιαξε και το βρήκαμε πολύ καλό).
Πάμε και στο δεύτερο ζευγάρι:
(α) 저는 수영을 못해요. = Δεν είμαι καλός στο κολύμπι (δηλαδή ξέρω να κολυμπάω, ωστόσο όχι σε καλό επίπεδο).
(β) 저는 수영을 못 해요. = Δεν μπορώ να κολυμπήσω (υπάρχει δηλαδή κάποιος λόγος ο οποίος δεν μου επιτρέπει να το κάνω - μπορεί να μην ξέρω γενικά να κολυμπάω ή να έχω τραυματιστεί κάπου και να μην μπορώ προσωρινά κ.ο.κ.)
Όπως καταλαβαίνετε φυσικά, στον προφορικό λόγο δεν είναι δυνατό να κάνουμε διάκριση ανάμεσα στα 잘하다 και 잘 하다 ή στα 못하다 και 못 하다 και κατά συνέπεια θα πρέπει να βασιστούμε αποκλειστικά στο context της συζήτησης για να καταλάβουμε ποιο χρησιμοποιείται κάθε φορά.
Έχοντας λοιπόν πει όλα τα παραπάνω, ήρθε η ώρα να δούμε επίσης πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αμφότερα τα 잘 και 못 με το ρήμα 하다:
잘못하다 vs 잘못 하다 vs 잘 못하다 vs 잘 못 하다
(α) 잘못하다 ή 잘못 하다 = κάνω κάτι λάθος
π.χ. 저는 선택을 잘못했어요. = Έκανα λάθος επιλογή.
(β) 잘 못하다 = δεν έχω γενικώς την ικανότητα να κάνω κάτι καλά
π.χ. 저는 노래를 잘 못해요. = Δεν έχω την ικανότητα/Δεν ξέρω να τραγουδάω καλά.
(γ) 잘 못 하다 = δεν μπορώ να κάνω κάτι καλά σε κάποια συγκεκριμένη περίπτωση/περίσταση
π.χ. 저는 어젯밤에 노래를 잘 못 했어요. = Χθες το βράδυ δεν μπόρεσα να τραγουδήσω καλά (αυτό δεν σημαίνει ότι γενικώς δεν ξέρω να τραγουδάω, αλλά ότι απλώς χθες το βράδυ δεν μπόρεσα να το κάνω καλά - ίσως με πονούσε ο λαιμός μου για παράδειγμα).
Αυτά για σήμερα! Ελπίζω να μη σας κούρασα! Τα λέμε στο επόμενο post της σειράς «Μοιάζουν αλλά διαφέρουν»!
Δείτε και τα υπόλοιπα post της σειράς «Μοιάζουν αλλά διαφέρουν»:
留言